- λαιμάργου
- λαίμαργοςgreedymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατωφαγάς — κατωφαγᾱς, οῡ και ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α) ονομασία λαίμαργου πτηνού με το κεφάλι συνεχώς προς τα κάτω για να βρίσκει σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φαγᾶς] … Dictionary of Greek
νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… … Dictionary of Greek
ποντοχάρυβδις — ύβδεως, ιων. γεν. ύβδιος, ἡ, Α (κωμ. επίθετο λαίμαργου) ρουφήχτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + Χάρυβδις (πρβλ. γαστρο χάρυβδις, μεθυσο χάρυβδις)] … Dictionary of Greek
στοματάρα — η, Ν [στόμα, ατος] 1. μεγάλο στόμα 2. το στόμα τού λαίμαργου ή τού φλύαρου … Dictionary of Greek
Ανταγόρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βοσκός, γιος του βασιλιά της Κω Ευρυπύλου. Είχε τεράστια δύναμη και πρότεινε στον Ηρακλή να παλέψουν όταν o τελευταίος, γυρίζοντας από την Τροία, του ζήτησε ένα κριάρι. Ο Ηρακλής ηττήθηκε και δραπέτευσε φορώντας γυναικεία… … Dictionary of Greek